μιγματοπώλης

μιγματοπώλης
μιγματοπώλης, ὁ (Α)
αυτός ο οποίος πουλά μίγματα, και ιδίως φάρμακα, φαρμακοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίγμα -ατος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κριθο-πώλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιγματοπώλου — μιγματοπώλης apothecary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”